- ακέρατος
- -η, -ο (Α ἀκέρατος, -ον) [κέρας]1. αυτός που δεν έχει κέρατα (για ζώα) ή δεν έχει κεραίες (για έντομα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακέρατος — ακέρατος, η, ο και άκερος, η, ο (για ζώα), αυτός που δεν έχει κέρατα· (για έντομα), αυτός που δεν έχει κεραίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκέρατος — without horns masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεράτοις — ἀκέρατος without horns masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεράτου — ἀκέρατος without horns masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεράτους — ἀκέρατος without horns masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεράτων — ἀκέρατος without horns masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέρατα — ἀκέρατος without horns neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέρατοι — ἀκέρατος without horns masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακήρατος — ἀκήρατος, ον (Α) 1. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος 2. καθαρός, αγνός, ανόθευτος, άσπιλος, αμόλυντος, παρθενικός 3. ακούρευτος 4. αθέριστος 5. απαλλαγμένος από κάτι, απρόσβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. *ἀ κέρα τος < ρίζα *κερα (πρβλ. κερα ΐζω, ἀ κέρα ιος). Η… … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek